- παραμαγνητισμός
- Ιδιότητα μερικών σωμάτων να μαγνητίζονται ελαφρά όταν βρεθούν σε ένα μαγνητικό πεδίο, κατά τη διεύθυνση αυτού του ίδιου του πεδίου. Η ιδιότητα αυτή οφείλεται στην υπάρχουσα εκ δομής μαγνητική ροπή των ατόμων (ή μορίων) που συγκροτούν τα παραμαγνητικά σώματα. Yπό την επίδραση ενός μαγνητικού πεδίου, οι μαγνητικές ροπές των ατόμων (ή μορίων) προσανατολίζονται σύμφωνα προς αυτό. Η ένταση της μαγνήτισης, γι’ αυτά τα σώματα, όταν υποβάλλονται σε ένα μαγνητικό πεδίο, είναι ανάλογη προς την ένταση του εφαρμοζόμενου πεδίου. Για πολλά παραμαγνητικά σώματα, η μαγνητική διαπερατότητα συνδέεται με την απόλυτη θερμοκρασία, και αυξάνεται ακριβώς όταν μειώνεται η θερμοκρασία. Επίσης μια απομαγνήτιση που γίνεται αδιαβατικώς, δηλαδή χωρίς ανταλλαγή θερμότητας, προκαλεί μείωση της θερμοκρασίας, έτσι που, αν τα πραγματικά σώματα υποβληθούν σε διαδοχικές αδιαβατικές μαγνητίσεις και απομαγνητίσεις, είναι δυνατόν να επιτευχθούν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Με τη μέθοδο αυτή έχουν φτάσει ήδη σε μερικά χιλιοστά του βαθμού πάνω από το απόλυτο μηδέν.
Τα παραμαγνητικά σώματα δεν παρουσιάζουν μαγνητική υστέρηση. Παραμαγνητικά είναι το χρώμιο, το μαγνήσιο, ο λευκόχρυσος, το οξυγόνο κ.ά.
* * *ο1. φυσ. ιδιότητα που παρουσιάζουν ορισμένα υλικά να έλκονται ασθενώς υπό την επίδραση τού πεδίου το οποίο δημιουργείται από την παρουσία ενός ισχυρού μαγνήτη2. φρ. «πυρηνικός παραμαγνητισμός»(πυρην. φυσ.) παραμαγνητισμός που οφείλεται σε πυρηνικές μαγνητικές ροπές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paramagnetism (< παρ[α]-* + μαγνητισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.